Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hothead
01
καυτή κεφαλή, παρορμητικός
a reckless impetuous irresponsible person
02
καυστήρας, ευέξαπτος
a belligerent grouch
Λεξικό Δέντρο
hothead
hot
head
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καυτή κεφαλή, παρορμητικός
καυστήρας, ευέξαπτος
Λεξικό Δέντρο
hot
head