Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hothouse
01
θερμοκήπιο, θερμοκοιτίδα
a heated building that is made of glass and is used for growing in plants that need warm weather
Παραδείγματα
The hothouse was filled with exotic flowers and tropical plants that could not survive outside.
Το θερμοκήπιο ήταν γεμάτο με εξωτικά λουλούδια και τροπικά φυτά που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν έξω.
They spent the winter months in the hothouse, growing vegetables that needed extra warmth.
Πέρασαν τους χειμερινούς μήνες στο θερμοκήπιο, καλλιεργώντας λαχανικά που χρειάζονταν επιπλέον ζεστασιά.
Λεξικό Δέντρο
hothouse
hot
house



























