Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homeowner
01
ιδιοκτήτης σπιτιού, κατοικίδιος ιδιοκτήτης
a person who owns and usually resides in a house or property
Λεξικό Δέντρο
homeowner
home
owner
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιδιοκτήτης σπιτιού, κατοικίδιος ιδιοκτήτης
Λεξικό Δέντρο
home
owner