Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homemaker
01
νοικοκυρά, οικιακή διαχειρίστρια
an individual, typically within a family setting, responsible for managing household tasks to create a comfortable and functional living environment
Παραδείγματα
As a homemaker, she finds fulfillment in creating a comfortable and nurturing environment for her family.
Ως οικοκυρά, βρίσκει την ικανοποίηση στη δημιουργία ενός άνετου και θρεπτικού περιβάλλοντος για την οικογένειά της.
The role of a homemaker involves balancing daily chores with caring for children and maintaining a harmonious home.
Ο ρόλος ενός νοικοκυριού περιλαμβάνει την ισορροπία μεταξύ των καθημερινών εργασιών, τη φροντίδα των παιδιών και τη διατήρηση ενός αρμονικού σπιτιού.



























