Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homeopath
01
ομοιοπαθητικός, ειδικός στην ομοιοπαθητική
someone who treats an ill person by giving them small doses of the substance that caused their illness
Λεξικό Δέντρο
homeopathic
homeopath
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ομοιοπαθητικός, ειδικός στην ομοιοπαθητική
Λεξικό Δέντρο