Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
high-flown
01
επιτηδευμένος, μεγαλοπρεπής
using elaborate or exaggerated language that often seems pompous or overly grand
Παραδείγματα
The politician ’s high-flown speech was filled with grandiose promises that felt disconnected from reality.
Η μεγαλοπρεπής ομιλία του πολιτικού ήταν γεμάτη με μεγαλειώδεις υποσχέσεις που φαίνονταν αποσυνδεδεμένες από την πραγματικότητα.
Her high-flown rhetoric about achieving world peace was admired by some but criticized for lacking practical details.
Η υπερβολική ρητορική της για την επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης θαυμάστηκε από μερικούς αλλά επικρίθηκε για την έλλειψη πρακτικών λεπτομερειών.
02
επιδεικτικός, μεγαλοπρεπής
pretentious (especially with regard to language or ideals)



























