Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hedonistic
01
ηδονιστικός, τρυφερός
focused on seeking pleasure and self-indulgence
Παραδείγματα
During his youth, he led a hedonistic lifestyle, but as he aged, he began to seek deeper meanings.
Κατά τη νεότητά του, ακολούθησε έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής, αλλά καθώς γερνούσε, άρχισε να αναζητά βαθύτερα νοήματα.
She gave into her hedonistic tendencies during her vacation, enjoying every luxury offered.
Παραδόθηκε στις ηδονιστικές της τάσεις κατά τις διακοπές της, απολαμβάνοντας κάθε πολυτέλεια που προσφερόταν.
Λεξικό Δέντρο
hedonistic
hedonist
hedon



























