Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hedonist
01
ηδονιστής
an individual who acts according to the belief that pursuing pleasure is of the highest importance in life
Παραδείγματα
The hedonist lived each day seeking out new experiences and pleasures.
Ο ηδονιστής έζησε κάθε μέρα αναζητώντας νέες εμπειρίες και απολαύσεις.
She considered herself a hedonist, always prioritizing enjoyment over duty.
Θεωρούσε τον εαυτό της έναν ηδονιστή, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στην απόλαυση έναντι του καθήκοντος.
Λεξικό Δέντρο
hedonistic
hedonist
hedon



























