Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
heedful
01
προσεκτικός, συνετός
cautiously attentive
02
προσεκτικός, συνετός
taking heed; giving close and thoughtful attention
03
προσεκτικός, επιφυλακτικός
giving attention
Λεξικό Δέντρο
heedfully
heedfulness
heedful
heed



























