Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
heartsick
01
απελπισμένος, θλιμμένος
without or almost without hope
02
λυπημένος, με σπασμένη καρδιά
experiencing deep emotional pain or distress
Παραδείγματα
She felt heartsick after hearing the news of her friend's betrayal.
Αισθάνθηκε σπαραγμό αφού άκουσε τα νέα για την προδοσία της φίλης της.
He was heartsick when he learned his job application had been rejected.
Ήταν λυπημένος όταν έμαθε ότι η αίτηση εργασίας του είχε απορριφθεί.
Λεξικό Δέντρο
heartsickness
heartsick
heart
sick



























