Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hark
01
ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαι
to listen attentively
Transitive: to hark to a sound
Παραδείγματα
Right now, harking to the distant music, I feel a sense of peace.
Αυτή τη στιγμή, ακούγοντας τη μακρινή μουσική, νιώθω μια αίσθηση ειρήνης.
He often harks to the sounds of nature for relaxation.
Συχνά ακούει τους ήχους της φύσης για χαλάρωση.



























