hapless
hap
ˈhæp
χαιπ
less
ləs
λασ
British pronunciation
/hˈæpləs/

Ορισμός και σημασία του "hapless"στα αγγλικά

01

άτυχος, δυστυχισμένος

unfortunate or unlucky, often experiencing difficulty or misfortune
example
Παραδείγματα
The hapless traveler lost his wallet and missed his flight, adding to his already troubled journey.
Ο άτυχος ταξιδιώτης έχασε το πορτοφόλι του και έχασε την πτήση του, προσθέτοντας στο ήδη προβληματικό του ταξίδι.
Despite his best efforts, the hapless student consistently struggled with difficult subjects in school.
Παρά τις καλύτερες προσπάθειές του, ο άτυχος μαθητής αγωνίστηκε συνεχώς με τα δύσκολα μαθήματα στο σχολείο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store