Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hap
01
συμπτωματικότητα, τυχαίο γεγονός
an accidental happening
to hap
01
συμβαίνω, τυχαίνω
to happen by chance
Παραδείγματα
It was said that the old witch could foresee what would hap in the coming days.
Λεγόταν ότι η γριά μάγισσα μπορούσε να προβλέψει τι θα συμβεί στις επερχόμενες μέρες.
The battle hap'd at dawn, with the warriors ready for whatever came.
Η μάχη hap την αυγή, με τους πολεμιστές έτοιμους για οτιδήποτε ερχόταν.
Λεξικό Δέντρο
hapless
haply
mishap
hap



























