Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
haphazard
01
χαοτικά, χωρίς μέθοδο
in a random, disorganized, or careless way
Παραδείγματα
The notes were scattered haphazardly across the desk.
Οι σημειώσεις ήταν διασκορπισμένες χαοτικά πάνω στο γραφείο.
He haphazardly tossed his clothes into the suitcase.
Χαοτικά πέταξε τα ρούχα του στην βαλίτσα.
haphazard
01
απρόσεκτος, ανοργάνωτος
marked by great carelessness
02
ανοργάνωτος, τυχαίος
with no particular order and planning
Παραδείγματα
The books on the shelf were placed in a haphazard way, making it difficult to find anything.
Τα βιβλία στο ράφι τοποθετήθηκαν με ακατάστατο τρόπο, κάνοντας δύσκολο το να βρεις οτιδήποτε.
His haphazard way of organizing the event caused confusion among the guests.
Ο αποδιοργανωμένος τρόπος οργάνωσης της εκδήλωσης προκάλεσε σύγχυση στους καλεσμένους.
Λεξικό Δέντρο
haphazard
hap
hazard



























