Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
handicapped
01
ανάπηρος, άτομο με αναπηρία
having a physical or mental condition that limits one's movements, senses, or activities
Παραδείγματα
She relied on a service dog to assist her with tasks due to her handicapped condition.
Βασίστηκε σε ένα σκύλο υπηρεσίας για να τη βοηθήσει σε εργασίες λόγω της ανάπηρης κατάστασής της.
The handicapped athlete competed in adaptive sports events.
Ο ανάπηρος αθλητής αγωνίστηκε σε προσαρμοσμένες αθλητικές εκδηλώσεις.
Handicapped
01
ανάπηροι, άτομα με σωματική αναπηρία
people collectively who are crippled or otherwise physically handicapped
Λεξικό Δέντρο
handicapped
handicap



























