Αναζήτηση
Handicraft
01
χειροτεχνία, χειρονακτική εργασία
the activity or art of skillfully using one’s hand to create attractive objects
Example
Traditional handicraft techniques have been passed down through generations.
Οι παραδοσιακές τεχνικές χειροτεχνίας έχουν περάσει από γενιά σε γενιά.
She took up handicraft as a hobby to relax after work.
Ασχολήθηκε με την χειροτεχνία ως χόμπι για να χαλαρώνει μετά τη δουλειά.
1.1
χειροτεχνία, χειροποίητο αντικείμενο
an object made by hand rather than one manufactured by a machine
Example
The market sells beautiful handicrafts made from wood and clay.
Η αγορά πουλάει όμορφα χειροτεχνήματα φτιαγμένα από ξύλο και πηλό.
Each handicraft at the fair was unique, reflecting the artisan ’s creativity and skill.
Κάθε χειροτεχνία στην έκθεση ήταν μοναδική, αντικατοπτρίζοντας τη δημιουργικότητα και την ικανότητα του τεχνίτη.
