LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hammered
/hˈæməd/
/ˈhæmɝd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "hammered"
hammered
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σφυρήλατος
shaped or worked with a hammer and often showing hammer marks
02
σφυρήλατος
heavily intoxicated or drunk, typically as a result of consuming alcohol
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App