Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Great-uncle
01
προπάππους, θείος του παππού
the man who is an uncle to either of one's parents
Παραδείγματα
My great-uncle told us stories about his childhood.
Ο θείος μου μας έλεγε ιστορίες για την παιδική του ηλικία.
She visited her great-uncle during the holidays.
Επισκέφτηκε τον θείο της κατά τις διακοπές.



























