Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gorgeously
01
εντυπωσιακά, πολυτελώς
in a strikingly attractive, elegant, or richly adorned way
Παραδείγματα
The palace was gorgeously decorated for the royal banquet.
Το παλάτι ήταν πανέμορφα διακοσμημένο για τη βασιλική γιορτή.
She arrived at the gala gorgeously attired in a shimmering gold dress.
Έφτασε στη γκαλά υπέροχα ντυμένη με ένα λαμπερό χρυσό φόρεμα.
02
υπέροχα, πανέμορφα
in a delightful, charming, or emotionally pleasing manner
Παραδείγματα
The choir sang gorgeously during the candlelight service.
Η χορωδία τραγούδησε υπέροχα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας με κεριά.
Her voice gorgeously conveyed the sorrow of the ballad.
Η φωνή της υπέροχα μετέφερε τη θλίψη της μπαλάντας.
Λεξικό Δέντρο
gorgeously
gorgeous
gorge



























