Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
godforsaken
01
ερημικός, παρατημένος
(of a place) remote and without any appealing or interesting qualities
Παραδείγματα
The old, dilapidated house stood alone on the godforsaken hill, surrounded by overgrown weeds and eerie silence.
Το παλιό, ερειπωμένο σπίτι στέκονταν μόνο του στον θεόληπτο λόφο, περιτριγυρισμένο από αγριόχορτα και μια ανατριχιαστική ησυχία.
After hours of driving through the godforsaken desert, they finally stumbled upon a small oasis.
Μετά από ώρες οδήγησης μέσα στην εγκαταλειμμένη από τον Θεό έρημο, τελικά σκόνταψαν σε μια μικρή όαση.



























