Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
goddammit
01
Γαμώτο, Ανάθεμα
used to express intense frustration, anger, or annoyance
Παραδείγματα
Goddammit, I locked my keys in the car again!
Γαμώτο, έκλεισα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο πάλι!
She forgot to pay the bills on time, goddammit!
Ξέχασε να πληρώσει τους λογαριασμούς εγκαίρως, να πάρει η ευχή !
Λεξικό Δέντρο
goddammit
god
dammit



























