Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
godless
01
άθεος, ασεβής
lacking faith in or respect for God
Παραδείγματα
The godless society depicted in the novel had abandoned all forms of religious belief.
Η άθεη κοινωνία που απεικονίζεται στο μυθιστόρημα είχε εγκαταλείψει όλες τις μορφές θρησκευτικής πίστης.
He accused her of leading a godless life devoid of moral principles.
Την κατηγόρησε ότι οδηγεί μια άθεη ζωή χωρίς ηθικές αρχές.
Λεξικό Δέντρο
godlessness
godless
god



























