Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Godparent
01
νονός, νονά
someone who takes responsibility and raises someone else's child in Christian faith
Λεξικό Δέντρο
godparent
god
parent
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νονός, νονά
Λεξικό Δέντρο
god
parent