annular
ann
ˈæn
αιν
u
γα
lar
lɜr
λερρ
British pronunciation
/ɐnjˈʊlɑː/

Ορισμός και σημασία του "annular"στα αγγλικά

01

δακτυλιοειδής, σε σχήμα δακτυλίου

having the form of a ring
example
Παραδείγματα
The ornate mirror had an annular frame, adding a touch of elegance to the room.
Ο διακοσμητικός καθρέφτης είχε ένα δακτυλιοειδές πλαίσιο, προσθέτοντας μια αίσθηση κομψότητας στο δωμάτιο.
The tree 's annular growth rings provided insight into its age and environmental history.
Οι δακτυλιοειδείς δακτύλιοι ανάπτυξης του δέντρου παρείχαν πληροφορίες για την ηλικία και την περιβαλλοντική ιστορία του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store