Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gear up
[phrase form: gear]
01
προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι
to get someone or something ready or prepared for a specific task, event, or challenge
Παραδείγματα
He's gearing up to make a significant career change and pursue his passion.
Προετοιμάζεται να κάνει μια σημαντική αλλαγή καριέρας και να ακολουθήσει το πάθος του.
The company is gearing up for the product launch with a comprehensive marketing campaign.
Η εταιρεία προετοιμάζεται για την κυκλοφορία του προϊόντος με μια ολοκληρωμένη καμπάνια μάρκετινγκ.



























