Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gearbox
01
κιβώτιο ταχυτήτων, μεταδότης
a system of gears that transmits power from the engine to the wheels
Παραδείγματα
The gearbox was making a grinding noise.
Το κιβώτιο ταχυτήτων έκανε έναν τρίξιμο.
She shifted through the gears in the gearbox smoothly.
Άλλαξε ταχύτητες στο κιβώτιο ταχυτήτων ομαλά.
Λεξικό Δέντρο
gearbox
gear
box



























