Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gaunt
01
αδύνατος, εξουθενωμένος
(of a person) excessively thin as a result of a disease, worry or hunger
Παραδείγματα
After weeks of sickness, his face looked gaunt and pale.
Μετά από εβδομάδες ασθένειας, το πρόσωπό του φαινόταν αδύνατο και χλωμό.
The refugees arrived at the camp looking gaunt and exhausted from their journey.
Οι πρόσφυγες έφτασαν στο στρατόπεδο, φαινόμενοι αδύνατοι και εξαντλημένοι από το ταξίδι τους.
Λεξικό Δέντρο
gauntness
gaunt



























