Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frugal
01
οικονομικός, φειδωλός
careful to not spend money in an unnecessary or wasteful way
Παραδείγματα
His frugal habits allowed him to save money for unexpected expenses.
Οι φειδωλοί συνήθειές του του επέτρεψαν να εξοικονομήσει χρήματα για απρόβλεπτα έξοδα.
The frugal shopper prefers to buy generic brands rather than name brands to save money.
Ο οικονομικός καταναλωτής προτιμά να αγοράζει γενόσημες μάρκες αντί για γνωστές μάρκες για να εξοικονομήσει χρήματα.
Λεξικό Δέντρο
frugality
frugally
frugalness
frugal
frug



























