Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frugally
01
φειδωλά, οικονομικά
in a way that shows careful use of money or resources, avoiding waste or extravagance
Παραδείγματα
She lived frugally to save enough for her studies.
Ζούσε λιτά για να εξοικονομήσει αρκετά για τις σπουδές της.
They furnished their apartment frugally but tastefully.
Εξοπλίσαντε το διαμέρισμά τους με λιτότητα αλλά με γούστο.
Λεξικό Δέντρο
frugally
frugal
frug



























