LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Frugality
/fɹuːɡˈælɪti/
/fɹuˈɡæɫəti/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "frugality"
Frugality
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
prudence in avoiding waste
word family
frug
frug
Noun
frugal
Adjective
frugality
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
frugal
fructosuria
fructose
fructify
fructification
frugally
frugalness
fruit
fruit bar
fruit bat
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App