Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frigidly
01
ψυχρά, παγετώδης
in an extremely cold or unwelcoming manner, showing no warmth or affection
Παραδείγματα
She frigidly dismissed his apology without a word.
Απέρριψε ψυχρά τη συγγνώμη του χωρίς λέξη.
He nodded frigidly and walked past without speaking.
Έγνεψε ψυχρά και πέρασε χωρίς να μιλήσει.
Λεξικό Δέντρο
frigidly
frigid



























