Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coldly
01
ψυχρά
in a way that shows a lack of emotion, sympathy, or warmth
Παραδείγματα
She coldly refused to answer any more questions.
Αρνήθηκε ψυχρά να απαντήσει σε περισσότερες ερωτήσεις.
He stared coldly at his former friend.
Κοίταξε κρύα τον πρώην φίλο του.
Λεξικό Δέντρο
coldly
cold



























