Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unemotionally
01
χωρίς συναίσθημα, με αποστασιοποιημένο τρόπο
in a detached, calm, or impersonal manner
Παραδείγματα
He unemotionally recounted the events of the accident.
Αυτός χωρίς συναίσθημα αφηγήθηκε τα γεγονότα του ατυχήματος.
She unemotionally signed the divorce papers and walked away.
Υπέγραψε τα χαρτιά του διαζυγίου χωρίς συναίσθημα και αποχώρησε.
Λεξικό Δέντρο
unemotionally
emotionally
...
emote



























