Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frightened
01
φοβισμένος, τρομαγμένος
feeling afraid, often suddenly, due to danger, threat, or shock
Παραδείγματα
She felt frightened when she heard strange noises outside her window.
Αισθάνθηκε φοβισμένη όταν άκουσε παράξενους θορύβους έξω από το παράθυρό της.
The frightened child clung to her mother's leg during the thunderstorm.
Το τρομαγμένο παιδί κρατήθηκε από το πόδι της μητέρας του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Λεξικό Δέντρο
unfrightened
frightened
frighten



























