LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fright
/fɹˈaɪt/
/ˈfɹaɪt/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "fright"
Fright
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
τρομάρα
fear that is felt suddenly
fear
fearfulness
fearlessness
to fright
ΡΉΜΑ
01
τρομάρα
cause fear in
affright
frighten
scare
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App