Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fortunate
Παραδείγματα
She felt fortunate to have found a job she loved in such a short time.
Ένιωσε τυχερή που βρήκε μια δουλειά που αγαπούσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
He considered himself fortunate to have such supportive friends and family.
Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που είχε τόσο υποστηρικτικούς φίλους και οικογένεια.
02
τυχερός, ευτυχισμένος
(of a situation or opportunity) likely to result in positive outcomes or achievements
Παραδείγματα
The new project was seen as a fortunate development, expected to drive significant growth for the company.
Το νέο έργο θεωρήθηκε μια τυχερή εξέλιξη, που αναμένεται να οδηγήσει σημαντική ανάπτυξη για την εταιρεία.
Her timely discovery was considered fortunate, with the potential to revolutionize the industry.
Η έγκαιρη ανακάλυψή της θεωρήθηκε τυχερή, με τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει τη βιομηχανία.
03
τυχερός, ευνοϊκός
presaging good fortune
Λεξικό Δέντρο
fortunately
misfortunate
unfortunate
fortunate



























