Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fortuitous
01
τυχαίος, τυχερός
happening unexpectedly in a way that brings good fortune or benefit
Παραδείγματα
Their meeting at the café was entirely fortuitous — and led to a lifelong friendship.
Η συνάντησή τους στο καφέ ήταν εντελώς τυχαία—και οδήγησε σε μια φιλία για όλη τη ζωή.
A fortuitous discovery of old coins turned into a major archaeological find.
Μια τυχαία ανακάλυψη παλιών νομισμάτων μετατράπηκε σε σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα.
02
τυχαίος, απρόβλεπτος
arising without any identifiable cause
Παραδείγματα
The illness seemed fortuitous, with no clear origin or trigger.
Η ασθένεια φαινόταν τυχαία, χωρίς σαφή προέλευση ή έναυσμα.
The lights flickered in a fortuitous pattern, unrelated to any power issue.
Τα φώτα τρεμόπαιζαν σε ένα τυχαίο μοτίβο, χωρίς σχέση με οποιοδήποτε πρόβλημα ρεύματος.
Λεξικό Δέντρο
fortuitously
fortuitousness
fortuitous



























