Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
forceful
01
ενεργητικός, δυναμικός
(of people or opinions) strong and demanding in manner or expression
Παραδείγματα
His forceful leadership style commanded attention and respect from his team.
Το δυναμικό στυλ ηγεσίας του κέρδισε την προσοχή και τον σεβασμό της ομάδας του.
The forceful delivery of her speech left a lasting impression on the audience.
Η δυναμική παράδοση της ομιλίας της άφησε μια διαρκή εντύπωση στο κοινό.
Παραδείγματα
The wrestler delivered a forceful blow that left his opponent stunned.
Ο παλαιστής έδωσε ένα δυνατό χτύπημα που άφησε τον αντίπαλό του ναιωθήσει.
His forceful grip made it impossible for the object to slip away.
Η δυνατή λαβή του έκανε αδύνατο για το αντικείμενο να γλιστρήσει.
Λεξικό Δέντρο
forcefully
forcefulness
unforceful
forceful
force



























