Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
forcible
01
βίαιος, επιβολής
carried out through physical force against someone's wishes or intentions
Λεξικό Δέντρο
forcibly
forcible
force
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βίαιος, επιβολής
Λεξικό Δέντρο