Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foldable
01
πτυσσόμενος, καμπτός
easily bent or creased to reduce its size or change its shape, typically for the purpose of storage or transportation
Παραδείγματα
The foldable chair collapses into a compact size for easy storage in small spaces.
Η πτυσσόμενη καρέκλα διπλώνεται σε ένα συμπαγές μέγεθος για εύκολη αποθήκευση σε μικρούς χώρους.
Her foldable bike can be folded in half and carried onto public transportation.
Το πτυσσόμενο ποδήλατό της μπορεί να διπλωθεί στη μέση και να μεταφερθεί στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Foldable
01
πτυσσόμενο, διπλωμένο
an item or product that is designed to be easily folded for convenience and portability
Παραδείγματα
The foldable was perfect for outdoor events, as it could be set up and taken down quickly.
Το πτυσσόμενο ήταν ιδανικό για εκδηλώσεις σε εξωτερικούς χώρους, καθώς μπορούσε να στηθεί και να αποσυναρμολογηθεί γρήγορα.
She packed a foldable in her suitcase to use for beach outings.
Συσκεύασε ένα πτυσσόμενο στην βαλίτσα της για να το χρησιμοποιήσει σε εκδρομές στην παραλία.
Λεξικό Δέντρο
foldable
fold



























