Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foldaway
01
πτυσσόμενος, διπλωτός
designed to be easily folded, often referring to items that can save space when not in use
Παραδείγματα
The foldaway chair was perfect for the picnic, as it fit easily into the trunk of the car.
Η πτυσσόμενη καρέκλα ήταν ιδανική για το πικνίκ, καθώς χωρούσε εύκολα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.
She loved the foldaway design of the table, which made hosting gatherings much easier.
Λάτρεψε το πτυσσόμενο σχέδιο του τραπεζιού, το οποίο έκανε τη φιλοξενία συγκεντρώσεων πολύ πιο εύκολη.
Λεξικό Δέντρο
foldaway
fold
away



























