Fluctuating
volume
British pronunciation/flˈʌkt‍ʃuːˌe‍ɪtɪŋ/
American pronunciation/ˈfɫəktʃəˌweɪtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "fluctuating"

fluctuating
01

changing frequently and unpredictably

example
Παράδειγμα
examples
The fluctuating electric current induced a magnetic field in the iron core of the transformer.
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store