Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fluency
01
ευχέρεια, κατακτημένη γνώση
the quality of being able to speak or write very well and easily in a foreign language
Παραδείγματα
She achieved fluency in Spanish after living in Mexico for two years.
Κέρδισε ευχέρεια στα ισπανικά μετά από δύο χρόνια διαμονής στο Μεξικό.
Fluency in English is required for many international job positions.
Απαιτείται ευφράδεια στα Αγγλικά για πολλές διεθνείς θέσεις εργασίας.
02
ευχέρεια, κατοχή
skillfulness in speaking or writing
03
ευχέρεια, κατακτημένος
powerful and effective language
Λεξικό Δέντρο
disfluency
fluency
flu



























