Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fizzle out
[phrase form: fizzle]
01
ξεθωριάζω, καταλήγω σε αποτυχία
to end in a disappointing or weak way, particularly after a good start
Παραδείγματα
Their romantic relationship fizzled out after a few months, and they remained friends.
Η ρομαντική τους σχέση ξεθώριασε μετά από λίγους μήνες, και παρέμειναν φίλοι.
The new product launch had a lot of hype, but it fizzled out due to technical issues.
Η κυκλοφορία του νέου προϊόντος είχε μεγάλη προβολή, αλλά απέτυχε λόγω τεχνικών προβλημάτων.



























