Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anaphylaxis
01
αναφυλαξία, αναφυλακτική αντίδραση
severe and life-threatening allergic reaction with rapid and serious symptoms
Παραδείγματα
Mark 's bee sting caused anaphylaxis with swelling and breathing difficulty.
Το τσίμπημα της μέλισσας του Μαρκ προκάλεσε αναφυλαξία με πρήξιμο και δυσκολία στην αναπνοή.
Sarah experienced anaphylaxis after eating peanuts, showing hives and dizziness.
Η Σάρα βίωσε αναφυλαξία μετά από την κατανάλωση φυστικιών, εμφανίζοντας κνίδωση και ζάλη.



























