Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anaplasty
01
αναπλαστική, ανακατασκευαστική χειρουργική
a type of surgical procedure focused on reconstructing or restoring damaged or deformed tissue, often for cosmetic or functional improvement
Παραδείγματα
The patient underwent anaplasty to repair facial injuries sustained in an accident.
Ο ασθενής υπέστη αναπλαστική για την επισκευή τραυματισμών του προσώπου που προκλήθηκαν σε ένα ατύχημα.
Anaplasty can help restore movement and appearance to damaged body parts.
Η αναπλαστική μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της κίνησης και της εμφάνισης των κατεστραμμένων μερών του σώματος.



























