Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anaphylactic shock
01
αναφυλακτικό σοκ, σοβαρή αλλεργική αντίδραση
severe, life-threatening allergic reaction causing rapid onset, breathing difficulty, low blood pressure, and potential loss of consciousness
Παραδείγματα
Jane experienced anaphylactic shock after eating peanuts, to which she was severely allergic.
Η Τζέιν βίωσε αναφυλακτικό σοκ μετά από την κατανάλωση φυστικιών, στα οποία ήταν σοβαρά αλλεργική.
The administration of epinephrine is crucial in treating anaphylactic shock to reverse its effects.
Η χορήγηση επινεφρίνης είναι κρίσιμη στη θεραπεία του αναφυλακτικού σοκ για την αντιστροφή των επιπτώσεών του.



























