Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
firmly
Παραδείγματα
She held onto the railing firmly to maintain her balance on the stairs.
Κράτησε σταθερά το κιγκλίδωμα για να διατηρήσει την ισορροπία της στις σκάλες.
The grip on the handle was held firmly to control the bicycle.
Η λαβή στο τιμόνι κρατήθηκε σταθερά για να ελέγξει το ποδήλατο.
02
σταθερά, αποφασιστικά
in a resolute, determined, or unwavering manner, often indicating certainty or strength of conviction
Παραδείγματα
She firmly believes that honesty is the best policy.
Εκείνη σταθερά πιστεύει ότι η ειλικρίνεια είναι η καλύτερη πολιτική.
He firmly stood by his opinion, even when others disagreed.
Αποφασιστικά στέκεται στη γνώμη του, ακόμα και όταν οι άλλοι διαφωνούσαν.
Λεξικό Δέντρο
firmly
firm



























