Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fired
01
απολυμένος, απολυθείς
forced to leave one's job
Παραδείγματα
After multiple warnings, he was fired for consistently arriving late to work.
Μετά από πολλές προειδοποιήσεις, απολύθηκε επειδή άργησε συνεχώς στη δουλειά.
She was fired from her job at the restaurant after the management discovered the mistake she made with an important order.
Απολύθηκε από τη δουλειά της στο εστιατόριο αφού η διοίκηση ανακάλυψε το λάθος που έκανε με μια σημαντική παραγγελία.



























