Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Firehouse
01
πυροσβεστικός σταθμός, σταθμός πυροσβεστικής
a building or facility used by firefighters as a station for fire-fighting equipment and personnel
Παραδείγματα
The town ’s new firehouse is equipped with the latest safety technology.
Ο νέος πυροσβεστικός σταθμός της πόλης είναι εξοπλισμένος με την τελευταία τεχνολογία ασφαλείας.
He ’s been working at the firehouse for over ten years.
Δουλεύει στο πυροσβεστικό σταθμό για περισσότερα από δέκα χρόνια.



























